Η
περιπέτεια της γλώσσας: από το πολύχρωμο
πολυτονικό στο στεγνό -προσαρμοσμένο
σε μία περίεργη πολιτικά λογική-
μονοτονικό. Λέξεις χωρίς άχνα στα
φωνήεντα, μεταφορικά και κυριολεκτικά…
Ρίκα
Βαγιάνη
Οταν
ψηφίστηκε η κατάργηση του πολυτονικού
[Ιανουάριος 1982] ήμουν παιδί, αλλά μεγάλο
παιδί. Θυμάμαι την αναστάτωση τη νεανική
οργή που με είχε κυριεύσει.
Τι
τους έφταιξαν οι τόνοι; Eκλαιγα (όντως
έκλαιγα) και οδυρόμουν. Τι ζόρι
τραβούσαν με τα σημεία στίξεως; Γιατί
το έκαναν αυτό στην πανέμορφη γλώσσα
μας; Πώς γίνεται να πεις «σ’αγαπώ»
χωρίς περισπωμένη;
Η εκμάθηση
του πλήρους συστήματος όξυνσης και
δάσυνσης ήταν, όντως, ένα βασανιστήριο
για τους περισσότερους μαθητές. Το
πρόβλημα όμως δεν ήταν η στίξη, αλλά
τα βαριεστημένα νεκροζώντανα
όντα που δίδασκαν τους κανόνες.
Αρκούσε ένας τσαχπίνης δάσκαλος να σου
εξηγήσει τι δουλειά έκαναν αυτά τα
μπαστουνάκια, τα όρθια, τα ξαπλωτά, τα
στριφτούλια, για να αγαπήσεις τις αιτίες
τους, για να αγαπήσεις μια δασεία:
«Σκεφτείτε
να φυσάει μια άχνα πάνω στα φωνήεντα:
Εμείς, οι σύγχρονοι Ελληνες, δεν λέμε
«Χελλάς», ή «Χίστορυ», όπως οι ξένοι,
Μαρίκα. Προς τιμήν της αρχαίας εκείνης
άχνας σημειώνουμε τς δασυνόμενες».
Ζντουπ. Κόκκαλο το επτάχρονον. Αντε μετά
να μη σεβαστείς μια δασεία – ακόμα κι
όταν, αναιδέστατα και εξαιρετικά, σου
κατσικωνόταν πάνω στο «ρω».
Η
ελληνική γλώσσα με όλα της τα σύγχρονα
προικιά και τα αρχαία μπιχλιμπίδια,
αντί να φυλαχθεί ως ανεκτίμητος θησαυρός
από τις δυνάμεις της Αριστεράς,
παραπετάχτηκε σαν «αστικό κατάλοιπο»
στο περιθώριο
«Οι
αρχαίοι δεν έβαζαν πνεύματα, ούτε
τόνους». Σωστά, αλλά η γλώσσα, οι δίφθογγοι,
οι δασυνόμενες, οι περισπωμένες, τα
μακρά και τα βραχέα, όλα μαζί είχαν να
διηγηθούν μια υπέροχη, αδιάκοπη,
συναρπαστική ιστορία. Βοηθούσαν τις
λέξεις να έχουν συνέχεια και
νόημα: Μιλούσαμε, γράφαμε, διαβάζαμε
και μαζεμένοι πίσω μας, σαν ανήσυχοι
παππούδες, κρατούσαν κόντρα τέμπο όλοι
οι παλιοί, από τον Ομηρο ως τον Κάλβο.
Ισως
η χειρότερη συνέπεια της κατάργησης
του πολυτονικού, των Αρχαίων, ακόμα
και της -χρησιμότατης για τις κλασσικές
σπουδές – καθαρεύουσας, δεν ήταν τόσο
η εκφραστική φτώχεια που ρήμαξε τη σκέψη
μας, όσο η πολιτικοποίηση των γλωσσικών
επιλογών στην Παιδεία.
Η
ελληνική γλώσσα με όλα της τα σύγχρονα
προικιά και τα αρχαία μπιχλιμπίδια,
αντί να φυλαχθεί ως ανεκτίμητος θησαυρός
από τις δυνάμεις της Αριστεράς,
παραπετάχτηκε σαν «αστικό κατάλοιπο»
στο περιθώριο. Εκεί τη βρήκαν και
(τάχα μου) την πήραν υπό την προστασία
τους, δυνάμεις θεοσκότεινες και
σήμερα τη μυρηκάζουν τα ΚΔΟΑ (σ.σ. Κτηνώδης
Δύναμη Ογκώδης Αγνοια) του «ηγέρθιτου». Δεν
μπορώ να κρύψω πώς με ελάχιστες,
εξαιρέσεις, όταν βλέπω πλέον κείμενο
τυπωμένο σε πολυτονικό, μπαίνω αυτομάτως
σε αμυντική φάση «αλέρτ- αντιφά».
Μα
δεν της άξιζε τέτοια κατάντια της
θείας δασείας μου.
Σε
μια κοντινή μας χώρα, επίσης ευλογημένη με
το δώρο ενός μεγαλειώδους γλωσσικού
εργαλείου, συμβαίνει αυτές τις μέρες
κάτι παρόμοιο. Οι Γάλλοι «απλοποιούν»
την ορθογραφία τους. Ξυρίζουν τόνους,
καταργούν πραπανίσια γράμματα, σύμβολα,
διφθόγγους. Τους είχα για πιο έξυπνους,
ομολογώ.Δεν περίμενα ότι η γλώσσα του
Ρακίνα, του Βολταίρου, του Κοκτώ, της
Γιουρσενάρ, θα υπέκυπτε στη νεύρωση του
αυτο-ακρωτηριασμού.
Δεν
τρέφω ελπίδες. Απαξ και αρχίσει αυτό,
γυρισμός δεν υπάρχει. «Απέσβετο το λάλον
ύδωρ». Οσα ήξερα κάποτε τα ξεχασα, κι
αν με βάλεις να γράψω ένα κείμενο με
τους παλιούς κανόνες, δεν θα πιάσω ούτε
τη βάση.
Το
μόνο που μπορώ να ελπίζω είναι να βρει
το δρόμο η μαντάμ Αξάν Σιρκονφλέξ: Να
συναντήσει τις θείες δασείες των
ελληνικών «ρω», τις άχνες στα φωνήεντα
και όλες τις κολλητές τους, σε κάποια
ξεχασμένη γειτονιά του χωροχρόνου. Θα
καταλαβαίνουν η μια την άλλη. Θα κάνουν
καλη παρέα.
Κι
εγώ τι θα κερδίσω; Θα είμαι κάπως
πιο ήσυχη, ξέροντας ότι υπάρχει κάπου μια
γωνιά στο Σύμπαν όπου το «σ΄αγαπώ»,
γράφεται ακόμα, με περισπωμένη.