- κατάληψη η [katálipsi] Ο33 :
- 1α. η ενέργεια με την οποία κάποιος, με τη χρήση των όπλων, γίνεται κύριος ξένου εδάφους ή ξένης ιδιοκτησίας: Ο Xίτλερ πέτυχε την ~ των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών. ~ πλοίου από πειρατές. H ~ των συνοριακών οχυρών.
- β. αυθαίρετη ή δυναμική εγκατάσταση σε ένα χώρο, από τον οποίο αρνούμαι να απομακρυνθώ: Έγινε ~ του κτιρίου από άστεγους πρόσφυγες. Οι φοιτητές αποφάσισαν ~ της σχολής τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Έληξαν οι μαθητικές καταλήψεις. || (περιπαιχτικά) για κπ. που δεν αρκείται σε ορισμένο χώρο που του παραχωρήθηκε: Ε, σιγά, θα κάνεις ~ και στο δωμάτιό μου.
- 2. η ενέργεια του καταλαμβάνω2α, τοποθέτηση σε μια θέση, ανάληψη ενός αξιώματος με νόμιμα ή αυθαίρετα μέσα: H πολιτική αναταραχή είχε ως αποτέλεσμα την ~ της αρχής από τους στρατιωτικούς. [λόγ. < αρχ. κατάληψις (-σις > -ση)][Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013
Γλωσσική άσκηση
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου